- κεύθω
- κεύθω (Α)(ποιητ. ρ.)1. (κυρίως για τάφο) καλύπτω εντελώς, κατακαλύπτω, κρύβω μέσα («ὅv οὐδὲ κατθανόντα γαῑα κεύθει», Αισχύλ.)2. (στον παρακμ.) κέκευθαπεριέχω, περιλαμβάνω («ὅσα τε πτόλις ἥδε κέκευθε», Ομ. Ιλ.)3. έχω κάτι κρυμμένο, κρατώ κάτι κρυφό, κρύβω («ὅς χ' ἕτερον μεν κεύθῃ ἐνὶ φρεσίν, ἄλλο δὲ εἴπη», Ομ. Ιλ.)3. (αμτβ.) είμαι κρυμμένος («ὁ δὲ θανὼν κεύθει κάτω δὴ γῆς», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή *(s)que-dh- τής ΙΕ ρίζας *(s)que- «σκεπάζω, καλύπτω». Σε διάφορες μορφές τής ίδιας ρίζας ανάγονται και τα σκύτος*, σκύλα*, κύτος*, κύσθος*, κύστις*. Συνδέεται με το αγγλοσαξ. hӯdan «κρύβω», το αγγλ. hide «κρύβω», το αρχ. ινδ. kuhara- «σπηλιά» κ.ά.ΠΑΡ. κευθμόςαρχ.καύθμα, κευθήνες, κεύθησις, κευθμών, κεύθος.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αμφικεύθω, εγκεύθω, επικεύθω].
Dictionary of Greek. 2013.